οπιομανής

οπιομανής
-ές
τοξικομανής που έχει εθιστεί στο όπιο και στα διάφορα παράγωγά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. μορφινο-μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οπιομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από οπιομανία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεριακλής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κυριάκος. Ναυμάχος από την Κωνσταντινούπολη. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και τραυματίστηκε κοντά στην Άνδρο. Διετέλεσε γραμματέας ρωσικού σκάφους κατά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Μετά την απελευθέρωση… …   Dictionary of Greek

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • οπιομανία — η τοξικομανία από όπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπιομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • οπιοφάγος — ο αυτός που έχει τη συνήθεια να παίρνει όπιο εσωτερικώς ως ναρκωτικό, οπιομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο + φαγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”